- ψευδαναιμία
- η, Ν1. ιατρ. ωχρότητα χωρίς αναιμία2. φρ. «αγγειοσπαστική ψευδαναιμία»ιατρ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ωχρότητα λόγω σπασμού τών αιμοφόρων αγγείων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pseudoanemia (< ψευδ(ο)-* + αναιμία)].
Dictionary of Greek. 2013.